χλαίνα

χλαίνα
Oνομάζεται και χλαίνη. X. σήμαινε, στην αρχαία ελληνική, μεγάλο τετράγωνο χειμωνιάτικο ένδυμα (ιμάτιο), που το φορούσαν χαλαρά πάνω από τον χιτώνα τους μονάχα οι άντρες, όπως φορούν σήμερα οι Έλληνες χωρικοί την κάπα. Στη νέα ελληνική, χ. Ονομάζεται ο επενδύτης (μανδύας ή παλτό).
* * *
η / χλαῑνα, -αίνης, ΝΜΑ, και χλαίνη Ν
είδος χειμερινού ενδύματος από χοντρό και μεγάλο τεμάχιο υφάσματος, το οποίο έριχναν στους ώμους, συγκρατώντας το με περόνη, για να προφυλάσσονται από τις καιρικές μεταβολές (α. «εδώ μ' αυτήν την χλαίναν μου όλος τετυλιγμένος», Βαλαωρ.
β. «χλαῑναν ἐμπαιγμοῡ τὸν κοσμήτορα πάντων ἐνδύεις», Ακολουθ. Μεγ. Σαββ.
γ. «ἀπ' ὤμοιιν χλαῑναν θέτο φοινικόεσσαν», Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
(στον τ. χλαίνη) ο στρατιωτικός επενδύτης, αλλ. μανδύας («...οι στρατιώτες τους φορούσαν μακριές σταχτοπράσινες χλαίνες»)
αρχ.
1. πανωφόρι από δέρμα ζώου («δοῡλος ἀλαίνων σὺν τ ᾷδε τράγου χλαίνᾳ μελέᾳ», Ευρ.)
2. σκέπασμα τής κλίνης ή τού στρώματος
3. (γενικά) κάλυμμα («χθονὸς τρίμοιρον χλαῑναν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ., πιθ. δάνειο άγνωστης, όμως, προέλευσης, η οποία πρέπει να συνδεθεί οπωσδήποτε με τη λ. χλαν-ίς, σύνδεση η οποία οδηγεί σε ένα αρχικό θ. χλᾰν-, από όπου προήλθαν οι δύο τ. με διαφορετικά επιθήματα, - ο τ. χλαῖνα (< *χλαν-) και -ίς, -ίδος ο τ. χλαν-ίς. Παρλλ., όμως, απαντούν και οι τ. χλαμύς και χλάνδιον, οι οποίοι, τόσο από σημασιολογική όσο και από μορφολογική άποψη, φαίνεται ότι ανήκουν στην ίδια οικογένεια. Προκειμένου να ερμηνευθούν ικανοποιητικά όλοι αυτοί οι τ., έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η αρχική μορφή θ. ήταν χλαμ- (από όπου το χλαμ-ύς με επίθημα -ύς, -ύδος, πρβλ. ἐμ-ύς, πηλαμ-ύς), από την οποία προήλθε η μορφή χλαν- με τροπή τού -μ- σε -ν-: *χλαμ- > *χλαν- > χλαῖνα και *χλαμ-διον > χλάν-διον. Ειδικότερα, όμως, για τον τ. χλάνδιον υποστηρίζεται από ορισμένους μελετητές ότι έχει προέλθει από τον τ. χλανίδιον με συγκοπή τού -ι- αρχικά στις πλάγιες πτώσεις: χλαν-ι-δίον, χλαν-ι-δίῳ. Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω, οι τ. χλαῖνα, χλανίς, χλαμύς, χλάνδιον απαρτίζουν μια οικογένεια λ., οι μεταξύ τους, όμως, σχέσεις και η προέλευση τους δεν είναι δυνατόν να καθοριστούν με απόλυτη ακρίβεια. Τέλος, στη Νέα Ελληνική έχει επικρατήσει ο τ. χλαίνη για το επανωφόρι τών στρατιωτικών].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χλαίνα — χλαίνᾱ , χλαῖνα upper garment fem nom/voc/acc dual χλαίνᾱ , χλαῖνα upper garment fem nom/voc/acc dual (ionic) χλαίνᾱ , χλαῖνα upper garment fem nom/voc sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλαῖνα — upper garment fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλαίνας — χλαίνᾱς , χλαῖνα upper garment fem acc pl χλαίνᾱς , χλαῖνα upper garment fem gen sg (doric aeolic) χλαίνᾱς , χλαῖνα upper garment fem acc pl (ionic) χλαίνᾱς , χλαῖνα upper garment fem gen sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλαινάων — χλαινά̱ων , χλαῖνα upper garment fem gen pl (epic aeolic) χλαινά̱ων , χλαῖνα upper garment fem gen pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλαίναι — χλαίνᾱͅ , χλαῖνα upper garment fem dat sg (doric aeolic) χλαίνᾱͅ , χλαῖνα upper garment fem dat sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλαινῶν — χλαῖνα upper garment fem gen pl χλαῖνα upper garment fem gen pl (ionic) χλαινόω cover with a cloak pres part act masc voc sg (doric aeolic) χλαινόω cover with a cloak pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) χλαινόω cover with a cloak… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλαῖναι — χλαῖνα upper garment fem nom/voc pl χλαῖνα upper garment fem nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλαίναις — χλαῖνα upper garment fem dat pl χλαῖνα upper garment fem dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλαίναν — χλαίνᾱν , χλαῖνα upper garment fem acc sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλαίνης — χλαῖνα upper garment fem gen sg (attic epic ionic) χλαῖνα upper garment fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”